καταπείσῃ

καταπείσῃ
καθάπτω
fasten
aor part pass fem dat sg (ionic)
καταπείσηι , κατάπεισις
persuasion
fem dat sg (epic)
καταφίημι
let slip down
aor part act fem dat sg (ionic)
καταπείθω
persuade
aor subj mid 2nd sg
καταπείθω
persuade
aor subj act 3rd sg
καταπείθω
persuade
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πείσις — (I) ἡ, Α 1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.) 2. στον πληθ. αἱ πείσεις μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα τού ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις τής ψυχής», Φίλ.).… …   Dictionary of Greek

  • πεισίμβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την πειθώ τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεισι τού πείθω (πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + μβροτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”